- αλληλοξυρίζομαι
- 1. ξυρίζω κάποιον και ξυρίζομαι από αυτόν2. ταράζω κάποιον στη φλυαρία και ταράζομαι από αυτόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο + ξυρίζω (-ομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek